κεραμιδής, -ιά, -ί

κεραμιδής, -ιά, -ί
αυτός που έχει χρώμα κεραμιδιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κεραμιδής — ιά, ι [κεραμίδι] αυτός που έχει το χρώμα τού κεραμιδιού …   Dictionary of Greek

  • κεραμόχρους — ουν αυτός που έχει το χρώμα τού κεραμιδιού, κεραμιδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. κυανό χρους, μελάγ χρους] …   Dictionary of Greek

  • μπρικ — το άκλ. 1. το κόκκινο χαβιάρι από τα αβγά τού ψαριού σολομός 2. ως επίθ. κεραμιδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. brick «τούβλο». Το είδος ονομάστηκε έτσι πιθ. λόγω τού χρώματός του] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”